渺小 έννοια και προφορά

渺小
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

渺小 ελληνικός ορισμός

miǎo xiǎo

  • μικρό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (miǎo): ασαφής
  • (xiǎo): μικρό