源泉 έννοια και προφορά

源泉
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

源泉 ελληνικός ορισμός

yuán quán

  • πηγή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yuán): πηγή
  • (quán): άνοιξη