漏
漏 ελληνικός ορισμός
lòu
- διαρροή
lòu
- διαρροή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 漏, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
漏 (lòu): διαρροή
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 走漏 (zǒu lòu) : διαρροή