激发 έννοια και προφορά

激发
Απλοποιημένη λέξη
激發
Παραδοσιακή λέξη

激发 ελληνικός ορισμός

jī fā

  • διέγερση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jī): διεγείρω
  • (fā): μαλλιά