灵敏 έννοια και προφορά

灵敏
Απλοποιημένη λέξη
靈敏
Παραδοσιακή λέξη

灵敏 ελληνικός ορισμός

líng mǐn

  • ευαίσθητος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (líng): πνεύμα
  • (mǐn): ευαίσθητος