灵活 έννοια και προφορά

灵活
Απλοποιημένη λέξη
靈活
Παραδοσιακή λέξη

灵活 ελληνικός ορισμός

líng huó

  • εύκαμπτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (líng): πνεύμα
  • (huó): ζω