照耀 έννοια και προφορά

照耀
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

照耀 ελληνικός ορισμός

zhào yào

  • λάμψη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhào): σύμφωνα με
  • 耀 (yào): λάμψη