照顾 έννοια και προφορά

照顾
Απλοποιημένη λέξη
照顧
Παραδοσιακή λέξη

照顾 ελληνικός ορισμός

zhào gu

  • μεριμνώ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhào): σύμφωνα με
  • (gù): γκου

Παραδείγματα ποινών με 照顾

  • 下个月我要离开一段时间,你好好照顾自己。
    Xià gè yuè wǒ yào líkāi yīduàn shíjiān, nǐ hǎohǎo zhàogù zìjǐ.
  • 我生病了,妈妈一直照顾我。
    Wǒ shēngbìngle, māmā yīzhí zhàogù wǒ.
  • 这些年,他给了我们很多照顾。
    Zhèxiē nián, tā gěile wǒmen hěnduō zhàogù.