燃烧 έννοια και προφορά

燃烧
Απλοποιημένη λέξη
燃燒
Παραδοσιακή λέξη

燃烧 ελληνικός ορισμός

rán shāo

  • καύση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rán): εγκαυμα
  • (shāo): έγκαυμα