烧
燒
烧 ελληνικός ορισμός
shāo
- έγκαυμα
shāo
- έγκαυμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 弰 : ends of a bow;
- 捎 : παίρνω μαζί
- 旓 : serrated edges on a Chinese flag;
- 梢 : υπόδειξη
- 焼 : Japanese variant of 燒|烧;
- 稍 : λίγο
- 筲 : pot-scrubbing brush made of bamboo strips; basket (container) for chopsticks; variant of 筲[shao1];
- 艄 : stern of boat;
- 莦 : jungle grass; lair;
- 蛸 : long-legged spider;
- 髾 : tail of a comet; long hair;
Παραδείγματα ποινών με 烧
-
我身体不舒服,发烧了。
Wǒ shēntǐ bú shūfú, fāshāole.
Λέξεις που περιέχουν 烧, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 发烧 (fā shāo) : πυρετός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 燃烧 (rán shāo) : καύση