版本 έννοια και προφορά

版本
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

版本 ελληνικός ορισμός

bǎn běn

  • εκδοχή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǎn): εκδοχή
  • (běn): αυτό