牛奶 έννοια και προφορά

牛奶
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

牛奶 ελληνικός ορισμός

niú nǎi

  • γάλα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (niú): βοοειδή
  • (nǎi): γάλα

Παραδείγματα ποινών με 牛奶

  • 牛奶不好喝。
    niúnǎi bù hǎo hē
  • 睡觉前喝杯牛奶吧。
    Shuìjiào qián hē bēi niúnǎi ba.