独特 έννοια και προφορά

独特
Απλοποιημένη λέξη
獨特
Παραδοσιακή λέξη

独特 ελληνικός ορισμός

dú tè

  • μοναδικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dú): μόνος
  • (tè): ειδικός