独
獨
独 ελληνικός ορισμός
dú
- μόνος
dú
- μόνος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 独, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 单独 (dān dú) : μόνος
- 独立 (dú lì) : ανεξάρτητος
- 独特 (dú tè) : μοναδικός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 得天独厚 (dé tiān dú hòu) : ευλογημένος
- 独裁 (dú cái) : δικτατορία
- 孤独 (gū dú) : μοναχικός
- 唯独 (wéi dú) : μόνος