独立 έννοια και προφορά

独立
Απλοποιημένη λέξη
獨立
Παραδοσιακή λέξη

独立 ελληνικός ορισμός

dú lì

  • ανεξάρτητος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dú): μόνος
  • (lì): σήκω πάνω