生动 έννοια και προφορά

生动
Απλοποιημένη λέξη
生動
Παραδοσιακή λέξη

生动 ελληνικός ορισμός

shēng dòng

  • ζωηρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shēng): γεννάω
  • (dòng): κίνηση