生意 έννοια και προφορά

生意
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

生意 ελληνικός ορισμός

shēng yì

  • επιχείρηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shēng): γεννάω
  • (yì): έννοια

Παραδείγματα ποινών με 生意

  • 最近我们的生意很火。
    Zuìjìn wǒmen de shēngyì hěn huǒ.
  • 他的生意越做越大。
    Tā de shēngyì yuè zuò yuè dà.
  • 他做生意赚了不少钱。
    Tā zuò shēngyì zhuàn liǎo bù shǎo qián.