生疏 έννοια και προφορά

生疏
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

生疏 ελληνικός ορισμός

shēng shū

  • σκουριασμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shēng): γεννάω
  • (shū): αραιός