用功 έννοια και προφορά

用功
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

用功 ελληνικός ορισμός

yòng gōng

  • δούλεψε σκληρά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yòng): χρήση
  • (gōng): δουλειά