疲倦 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 疲倦 ελληνικός ορισμός pí juàn κουρασμένος HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 疲 (pí): κουρασμένος 倦 (juàn): κουρασμένος