疲
疲 ελληνικός ορισμός
pí
- κουρασμένος
pí
- κουρασμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 啤 : μπύρα
- 埤 : low wall;
- 毗 : to adjoin; to border on;
- 皮 : δέρμα
- 笓 : to comb; fine-toothed comb; trap for prawns;
- 罴 : brown bear;
- 脾 : σπλήνα
- 芘 : Malva sylvestris;
- 蚽 : a kind of insect (old);
- 蜱 : tick (zoology);
- 郫 : place name;
- 铍 : beryllium (chemistry);
- 阰 : mountain in ancient Chu;
- 陴 : parapet;
- 鼙 : drum carried on horseback;
- 𣬉 : 㐌
Λέξεις που περιέχουν 疲, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 疲劳 (pí láo) : κούραση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 疲惫 (pí bèi) : εξαντλημένος
- 疲倦 (pí juàn) : κουρασμένος