疲惫
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        疲憊
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                疲惫 ελληνικός ορισμός
        
            pí bèi
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - εξαντλημένος
pí bèi
- εξαντλημένος
