登录 έννοια και προφορά

登录
Απλοποιημένη λέξη
登錄
Παραδοσιακή λέξη

登录 ελληνικός ορισμός

dēng lù

  • σύνδεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dēng): σανίδα
  • (lù): ρεκόρ