登
登 ελληνικός ορισμός
dēng
- σανίδα
dēng
- σανίδα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 登
-
请您拿好登机牌,准备登机。
Qǐng nín ná hǎo dēng jī pái, zhǔnbèi dēng jī.
Λέξεις που περιέχουν 登, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 登机牌 (dēng jī pái) : κάρτα επιβίβασης
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 登记 (dēng jì) : κανω εγγραφη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 登录 (dēng lù) : σύνδεση
- 登陆 (dēng lù) : συνδεθείτε
- 刊登 (kān dēng) : δημοσιεύω
- 攀登 (pān dēng) : η ανάβαση