登 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

登 ελληνικός ορισμός

dēng

  • σανίδα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : πουμ
  • : φως
  • : μεγάλη ομπρέλα για πάγκους
  • : τελετουργικό σκάφος
  • : λάκτισμα

Παραδείγματα ποινών με 登

  • 请您拿好登机牌,准备登机。
    Qǐng nín ná hǎo dēng jī pái, zhǔnbèi dēng jī.

Λέξεις που περιέχουν 登, ανά επίπεδο HSK