登机牌 έννοια και προφορά

登机牌
Απλοποιημένη λέξη
登機牌
Παραδοσιακή λέξη

登机牌 ελληνικός ορισμός

dēng jī pái

  • κάρτα επιβίβασης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dēng): σανίδα
  • (jī): μηχανή
  • (pái): μάρκα

Παραδείγματα ποινών με 登机牌

  • 请您拿好登机牌,准备登机。
    Qǐng nín ná hǎo dēng jī pái, zhǔnbèi dēng jī.