皮革 έννοια και προφορά

皮革
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

皮革 ελληνικός ορισμός

pí gé

  • δέρμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pí): δέρμα
  • (gé): δέρμα