皮鞋 έννοια και προφορά

皮鞋
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

皮鞋 ελληνικός ορισμός

pí xié

  • δερμάτινα παπούτσια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pí): δέρμα
  • (xié): παπούτσι

Παραδείγματα ποινών με 皮鞋

  • 妹妹脚上穿着漂亮的红皮鞋。
    Mèimei jiǎo shàng chuānzhuó piàoliang de hóng píxié.
  • 他穿着一双黑色的皮鞋。
    Tā chuānzhuó yīshuāng hēisè de píxié.