盗窃 έννοια και προφορά

盗窃
Απλοποιημένη λέξη
盜竊
Παραδοσιακή λέξη

盗窃 ελληνικός ορισμός

dào qiè

  • κλοπή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dào): πειρατής
  • (qiè): κλέβω