盗
盜
盗 ελληνικός ορισμός
dào
- πειρατής
dào
- πειρατής
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 盗, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 盗窃 (dào qiè) : κλοπή