目光 έννοια και προφορά

目光
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

目光 ελληνικός ορισμός

mù guāng

  • κοίτα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mù): είδος
  • (guāng): φως