目
目 ελληνικός ορισμός
mù
- είδος
mù
- είδος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㣎 : 絭
- 仫 : name of tribe; see 仫佬族[Mu4 lao3 zu2], Mulao ethnic group of Guangxi;
- 募 : canvass for contributions; to recruit; to collect; to raise;
- 墓 : τάφος
- 幕 : οθόνη
- 慕 : θαυμάζω
- 暮 : evening; sunset;
- 木 : ξύλο
- 楘 : ornaments on chariot-shaft;
- 沐 : μου
- 牧 : κτηνοτροφία
- 睦 : αρμονία
- 穆 : solemn; reverent; calm; burial position in an ancestral tomb (old); old variant of 默;
- 苜 : clover;
- 钼 : molybdenum (chemistry);
- 霂 : drizzle; fine rain;
Παραδείγματα ποινών με 目
-
今天的节目好看极了。
Jīntiān de jiémù hǎokàn jíle. -
她最喜欢看音乐节目。
Tā zuì xǐhuān kàn yīnyuè jiémù. -
今天我们一共演出 12 个节目。
Jīntiān wǒmen yīgòng yǎnchū 12 gè jiémù. -
你们要表演什么节目?
Nǐmen yào biǎoyǎn shénme jiémù? -
我不明白他这样做的目的。
Wǒ bù míngbái tā zhèyàng zuò de mùdì.
Λέξεις που περιέχουν 目, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 节目 (jié mù) : πρόγραμμα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 目的 (mù dì) : σκοπός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 目标 (mù biāo) : στόχους
- 目录 (mù lù) : πίνακας περιεχομένων
- 目前 (mù qián) : επί του παρόντος
- 题目 (tí mù) : θέμα
- 项目 (xiàng mù) : έργο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 举世瞩目 (jǔ shì zhǔ mù) : προσελκύστε παγκόσμια προσοχή
- 科目 (kē mù) : θέμα
- 栏目 (lán mù) : στήλη
- 盲目 (máng mù) : με κλειστά μάτια
- 目睹 (mù dǔ) : μάρτυρας
- 目光 (mù guāng) : κοίτα
- 一目了然 (yí mù liǎo rán) : με μια ματιά