眼镜
眼鏡
眼镜 ελληνικός ορισμός
yǎn jìng
- γυαλιά
yǎn jìng
- γυαλιά
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 眼镜
-
他戴这个黑色眼镜。
Tā dài zhège hēisè yǎnjìng.