镜 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

镜 ελληνικός ορισμός

jìng

  • καθρέφτης

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : straight; pass;
  • : strong; powerful;
  • : καθαρά
  • : cool; fresh; to cool;
  • : έδαφος
  • : (of woman) slender; delicate; virtuous;
  • : radian (math.); now written 弧度;
  • : μονοπάτι
  • : με σεβασμό
  • : Japanese variant of 淨|净;
  • : a mythical animal that eats its mother;
  • : spasm;
  • : ανταγωνίζομαι
  • : πράγματι
  • : lower part of leg;
  • : way; path; direct; diameter;
  • : to make up (one's face); to dress; (of one's dress) beautiful;
  • : quiet; peaceful; to make tranquil; to pacify;
  • : ησυχια

Παραδείγματα ποινών με 镜

  • 对不起,我把镜子打破了。
    Duìbùqǐ, wǒ bǎ jìngzi dǎpòle.
  • 他戴这个黑色眼镜。
    Tā dài zhège hēisè yǎnjìng.
  • 她照了一下镜子,发现自己头发很乱。
    Tā zhàole yīxià jìngzi, fāxiàn zìjǐ tóufǎ hěn luàn.

Λέξεις που περιέχουν 镜, ανά επίπεδο HSK