着急
著急
着急 ελληνικός ορισμός
zháo jí
- ανήσυχος
zháo jí
- ανήσυχος
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 着急
-
遇到事情,不要着急。
Yù dào shìqíng, bùyào zhāojí.