着急 έννοια και προφορά

着急
Απλοποιημένη λέξη
著急
Παραδοσιακή λέξη

着急 ελληνικός ορισμός

zháo jí

  • ανήσυχος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhe): με
  • (jí): ανήσυχος

Παραδείγματα ποινών με 着急

  • 遇到事情,不要着急。
    Yù dào shìqíng, bùyào zhāojí.