短促 έννοια και προφορά

短促
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

短促 ελληνικός ορισμός

duǎn cù

  • μικρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (duǎn): μικρός
  • (cù): προάγω