研究 έννοια και προφορά

研究
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

研究 ελληνικός ορισμός

yán jiū

  • η μελέτη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yán): έρευνα
  • (jiū): ερευνα

Παραδείγματα ποινών με 研究

  • 我在大学里读硕士研究生。
    Wǒ zài dàxué lǐ dú shuòshì yánjiūshēng.
  • 这个问题我们还要再研究一下。
    Zhège wèntí wǒmen hái yào zài yánjiū yīxià.