磕
磕 ελληνικός ορισμός
kē
- χτύπημα
kē
- χτύπημα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嵙 : place name;
- 柯 : handle of ax; stem;
- 棵 : δέντρο
- 珂 : jade-like stone;
- 疴 : disease; also pr. [e1];
- 瞌 : to doze off; sleepy;
- 科 : κλαδί
- 稞 : (wheat);
- 窠 : nest;
- 簻 : big; hunger;
- 苛 : severe; exacting;
- 薖 : big; hungry-looking;
- 蝌 : tadpole;
- 趷 : to jolt;
- 轲 : given name of Mencius;
- 钶 : columbium;
- 颏 : chin;
- 颗 : κομμάτια
- 髁 : condyles;
Λέξεις που περιέχουν 磕, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
磕 (kē): χτύπημα
-