积累 έννοια και προφορά

积累
Απλοποιημένη λέξη
積累
Παραδοσιακή λέξη

积累 ελληνικός ορισμός

jī lěi

  • συσσώρευση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jī): προϊόν
  • (lèi): κουρασμένος

Παραδείγματα ποινών με 积累

  • 他在工作中积累了丰富的经验。
    Tā zài gōngzuò zhōng jīlěile fēngfù de jīngyàn.
  • 经过多年的积累,他的语言水平有了很大提高。
    Jīngguò duōnián de jīlěi, tā de yǔyán shuǐpíng yǒule hěn dà tígāo.
  • 他在工作中积累了很多经验。
    Tā zài gōngzuò zhōng jīlěile hěnduō jīngyàn.