穿越 έννοια και προφορά

穿越
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

穿越 ελληνικός ορισμός

chuān yuè

  • διασχίζω

HSK level


Χαρακτήρες

  • 穿 (chuān): φορούν
  • (yuè): περισσότερο