突出 έννοια και προφορά

突出
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

突出 ελληνικός ορισμός

tū chū

  • διακεκριμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tū): αιφνίδιος
  • (chū): εξω