突
突 ελληνικός ορισμός
tū
- αιφνίδιος
tū
- αιφνίδιος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 突
-
他突然站了起来。
Tā túrán zhànle qǐlái. -
小狗突然跑了出来。
Xiǎo gǒu túrán pǎole chūlái. -
我本来要去看演出,但是突然有事儿不能去了。
Wǒ běnlái yào qù kàn yǎnchū, dànshì túrán yǒushì er bùnéng qùle.
Λέξεις που περιέχουν 突, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 突然 (tū rán) : ξαφνικά
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 突出 (tū chū) : διακεκριμένος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 冲突 (chōng tū) : σύγκρουση
- 突破 (tū pò) : ανακάλυψη