突然 έννοια και προφορά

突然
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

突然 ελληνικός ορισμός

tū rán

  • ξαφνικά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tū): αιφνίδιος
  • (rán): φυσικά

Παραδείγματα ποινών με 突然

  • 他突然站了起来。
    Tā túrán zhànle qǐlái.
  • 小狗突然跑了出来。
    Xiǎo gǒu túrán pǎole chūlái.
  • 我本来要去看演出,但是突然有事儿不能去了。
    Wǒ běnlái yào qù kàn yǎnchū, dànshì túrán yǒushì er bùnéng qùle.