窗户 έννοια και προφορά

窗户
Απλοποιημένη λέξη
窗戶
Παραδοσιακή λέξη

窗户 ελληνικός ορισμός

chuāng hu

  • παράθυρο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chuāng): παράθυρο
  • (hù): νοικοκυριό

Παραδείγματα ποινών με 窗户

  • 我已经把窗户擦干净了。
    Wǒ yǐjīng bǎ chuānghù cā gānjìngle.
  • 她坐在窗户旁边安静地看书。
    Tā zuò zài chuānghù pángbiān ānjìng de kànshū.
  • 早上打开窗户,太阳管理照了进来。
    Zǎoshang dǎkāi chuānghù, tàiyáng guǎnlǐ zhàole jìnlái.
  • 阳光从窗户里进到房间里来。
    Yángguāng cóng chuānghù lǐ jìn dào fángjiān lǐ lái.