户
戶
户 ελληνικός ορισμός
hù
- νοικοκυριό
hù
- νοικοκυριό
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 户
-
我已经把窗户擦干净了。
Wǒ yǐjīng bǎ chuānghù cā gānjìngle. -
她坐在窗户旁边安静地看书。
Tā zuò zài chuānghù pángbiān ānjìng de kànshū. -
早上打开窗户,太阳管理照了进来。
Zǎoshang dǎkāi chuānghù, tàiyáng guǎnlǐ zhàole jìnlái. -
阳光从窗户里进到房间里来。
Yángguāng cóng chuānghù lǐ jìn dào fángjiān lǐ lái.
Λέξεις που περιέχουν 户, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 窗户 (chuāng hu) : παράθυρο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 账户 (zhàng hù) : λογαριασμός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 家喻户晓 (jiā yù hù xiǎo) : πολύ γνωστό
- 客户 (kè hù) : πελάτης
- 用户 (yòng hù) : χρήστης