竞争 έννοια και προφορά

竞争
Απλοποιημένη λέξη
競爭
Παραδοσιακή λέξη

竞争 ελληνικός ορισμός

jìng zhēng

  • ανταγωνισμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jìng): ανταγωνίζομαι
  • (zhēng): πάλη

Παραδείγματα ποινών με 竞争

  • 他很自信,喜欢与人竞争。
    Tā hěn zìxìn, xǐhuān yǔ rén jìngzhēng.
  • 运动员们在赛场上激烈地竞争。
    Yùndòngyuánmen zài sàichǎng shàng jīliè de jìngzhēng.