争
爭
争 ελληνικός ορισμός
zhēng
- πάλη
zhēng
- πάλη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 凧 : 𤰶
- 峥 : excel; lofty;
- 征 : σημάδι
- 徴 : Japanese variant of 徵|征;
- 怔 : to stare blankly; startled;
- 挣 : κερδίζω
- 烝 : multitudinous; the masses; to present (to sb); to rise; to advance; to progress; archaic variant of 蒸[zheng1];
- 爭 : Fight
- 狰 : hideous; fierce-looking;
- 睁 : ανοικτά μάτια
- 筝 : guzheng or long zither; long zither with 13 to 16 strings, developed from guqin 古琴 during Tang and Song times; Japanese koto;
- 篜 : bamboo;
- 蒸 : ατμός
- 钲 : gong used to halt troops;
- 铮 : clang of metals; small gong;
Παραδείγματα ποινών με 争
-
他很自信,喜欢与人竞争。
Tā hěn zìxìn, xǐhuān yǔ rén jìngzhēng. -
运动员们在赛场上激烈地竞争。
Yùndòngyuánmen zài sàichǎng shàng jīliè de jìngzhēng.
Λέξεις που περιέχουν 争, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 竞争 (jìng zhēng) : ανταγωνισμός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 战争 (zhàn zhēng) : πόλεμος
- 争论 (zhēng lùn) : δημόσια συζήτηση
- 争取 (zhēng qǔ) : προσπαθούμε για
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 斗争 (dòu zhēng) : πάλη
- 力争 (lì zhēng) : προσπαθώ
- 争端 (zhēng duān) : διαμάχη
- 争夺 (zhēng duó) : ισχυρισμός
- 争气 (zhēng qì) : νίκη
- 争先恐后 (zhēng xiān kǒng hòu) : αναταραχή
- 争议 (zhēng yì) : διαμάχη