笼罩 έννοια και προφορά

笼罩
Απλοποιημένη λέξη
籠罩
Παραδοσιακή λέξη

笼罩 ελληνικός ορισμός

lǒng zhào

  • τυλιγμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lóng): κλουβί
  • (zhào): κάλυμμα