籍贯 έννοια και προφορά

籍贯
Απλοποιημένη λέξη
籍貫
Παραδοσιακή λέξη

籍贯 ελληνικός ορισμός

jí guàn

  • ιδιαίτερη πατρίδα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jí): ιδιότητα μέλους
  • (guàn): τρέχω μέσα από