米 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

米 ελληνικός ορισμός

  • μετρητής

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to stop; repress;
  • : peaceful;
  • : Mi river in Hunan, tributary of Xiangjiang 湘江;
  • : many; numerous;
  • : (used to describe flowing water);
  • : amidine (chemistry);
  • : to bleat (of a sheep);
  • : formerly used for the chemical elements americium 鎇|镅[mei2] and osmium 鋨|锇[e2];

Παραδείγματα ποινών με 米

  • 我吃米饭,你呢?
    Wǒ chī mǐfàn, nǐ ne?
  • 我爱吃米饭。
    Wǒ ài chī mǐfàn.
  • 请吃点儿米饭。
    Qǐng chī diǎn er mǐfàn.
  • 我去热一下米饭。
    Wǒ qù rè yīxià mǐfàn.
  • 您做的米饭真好吃。
    Nín zuò de mǐfàn zhēn hào chī.

Λέξεις που περιέχουν 米, ανά επίπεδο HSK