粉末 έννοια και προφορά

粉末
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

粉末 ελληνικός ορισμός

fěn mò

  • σκόνη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fěn): σκόνη
  • (mò): τέλος